Ἅγιος Ἀγαθάγγελος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Νέος (19 Απριλίου)
Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἀγαθάγγελος, κατά κόσμον Ἀθανάσιος, καταγόταν ἀπό τήν Θράκη. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Κωνσταντίνος, ἡ δέ μητέρα του Κρυσταλλία. Ὅταν ἦταν νέος, ἐργαζόταν σέ τουρκικό πλοῖο καί πιεζόταν ἀπό τόν πλοίαρχο νά ἀποδεχθεῖ τό Μωαμεθανισμό. Κάποια ἡμέρα, ἀφοῦ τόν πλήγωσαν μέ μαχαίρα πρός ἐκφοβισμό, ὁ Ἀθανάσιος ἐνέδωσε στίς συνεχεῖς πιέσεις καί ἐξισλαμίσθηκε. Μεταμεληθείς ὅμως, ἀναχώρησε ἀργότερα γιά τό Ἅγιον Ὄρος καί εἰσῆλθε στή μονή Ἐσφιγμένου, γενόμενος δεκτός ἀπό τόν ἡγούμενο Εὐθύμιο. Ἐκάρη μοναχός καί ὀνομάσθηκε Ἀγαθάγγελος. Ἀφοῦ ἔλαβε τήν ἀπόφαση νά μαρτυρήσει ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ, ἔφυγε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί ἦλθε στή Σμύρνη ὅπου ἐπεζήτησε τό μαρτύριο, ἀποκηρύσσοντας δημόσια τή Μουσουλμανική θρησκεία. Ὀμολογώντας τόν Χριστό καταδικάσθηκε σέ ἀποκεφαλισμό τό ἔτος 1818, ἡμέρα Σάββατο.
Οἱ εὐσεβεῖς Χριστιανοί τῆς Σμύρνης, ἀγόρασαν τό ἱερό λείψανο τοῦ Ὁσιομάρτυρος καί τό μετέφεραν μέ τιμές στό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Τό λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στόν τάφο τοῦ νεομάρτυρα Δήμου, ὁ ὁποῖος εἶχε μαρτυρήσει στή Σμύρνη τό ἔτος 1763. Μέρος δέ τοῦ λειψάνου, ἡ Ἁγία καί Θαυματουργός κάρα μετά τῆς δεξιᾶς χειρός καί μιᾶς πλευρᾶς τοῦ Ἁγίου, μετακομίσθηκε τό ἔτος 1844 στή μονή Ἐσφιγμένου.
Άγιος Νικήτας ο νέος Ιερομάρτυρας (19 Απριλίου)
Άγιος Νικήτας καταγόταν από την Ήπειρο και έγινε Ιερομόναχος στο Άγιον Όρος, και συγκεκριμένα στη Σκήτη της Αγίας Άννας και κατόπιν στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα (Ρώσικη). Τον κατέλαβε ο πόθος του μαρτυρίου και γύριζε τα χωριά γύρω από τις Σέρρες και τη Δράμα, κηρύττοντας τον Χριστό σαν αληθινό Θεό και τον Μωάμεθ σαν πλάνο. Συνελήφθη από τους Τούρκους και φυλακίστηκε στις Σέρρες. Κατόπιν υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια, όπως όσφρηση φωτιάς από τη μύτη, ακάνθινο στεφάνι στο κεφάλι, καλαμένιες ακίδες στα νύχια του και κάψιμο στα απόκρυφα μέλη του. Ο Νικήτας όμως, με θαυμαστή σταθερότητα, συνεχώς ομολογούσε την πίστη του στον Χριστό. Τελικά, στις 19 Φεβρουαρίου 1806 μ.Χ. τον κρέμασαν και έτσι δέχτηκε το στεφάνι της αφθαρσίας.
Ἅγιος Παφνούτιος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Ἱεροσολυμήτης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ πεντακόσιοι τεσσαράκοντα ἕξι Μάρτυρες (19 Απριλιου)
Ἅγιος Ἱερομάρτυς Παφνούτιος ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Πέρασε κατ’ ἐξοχήν στήν Αἴγυπτο τήν εὐεργετική καί πολύαθλη ζωή του. Ὅταν ξεκίνησε ὁ διωγμός κατά τῶν Χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀρριανός γνωρίζοντας ἀπό τίς διαδόσεις γιά τήν ἐπιρροή τοῦ Παφνουτίου ἐπάνω στούς χριστιανικούς πληθυσμούς σκεπτόταν πῶς μποροῦσε νά τόν συλλάβει. Ὁ Παφνούτιος συνήθιζε νά περνᾶ τήν ζωή του σέ ἐρημικούς τόπους καί κάποια ἡμέρα, κατά τήν ὥρα τῆς νυχτερινῆς προσευχῆς του, Ἄγγελος Κυρίου τοῦ φανέρωσε ὅτι κηρύχθηκε ὁ διωγμός κατά τῶν Χριστιανῶν καί ὅτι τόν καταζητεῖ ὁ ἔπαρχος. Κλήθηκε μόνος του νά προσέλθει ἐνώπιον τῶν διωκτῶν, ἐπειδή ὁ Θεός τόν ἐπέλεξε ὡς ὄργανο γιά νά ντροπιάσει τόν Ἀρριανό καί τά εἴδωλα.
Ὁ Παφνούτιος ὑπάκουσε καί κατευθύνθηκε πρός τίς ὄχθες τοῦ Νείλου. Μόλις ἔφθασε, εἶδε τόν Ἀρριανό νά ἀποβιβάζεται ἀπό πολυτελές πλοῖο μέ συνοδεία ἀρχόντων καί στρατιωτῶν. Κανείς ἀπό αὐτούς δέν γνώριζε προσωπικά τόν Ἅγιο Παφνούτιο. Αὐτός ὅμως ἀναγνώρισε τόν ἔπαρχο, ὁ ὁποῖος ἔκπληκτος εἶδε τόν σεβάσμιο γέροντα νά προχωρεῖ πρός αὐτόν.
- Μέ ζητᾶς, τοῦ εἶπε καί δέν θέλησα νά σέ ὑποβάλλω σέ κόπο. Εἶμαι ὁ Παφνούτιος.
Ὁ Ἀρριανός τινάχθηκε. Τό ὄνομα τοῦ Παφνουτίου καί ἡ αἰφνίδια αὐθόρμητη ἐμφάνιση καί παράδοσή του ἔφεραν στόν ἔπαρχο σκοτισμό καί σύγχυση. Συνῆλθε ὅμως γρήγορα καί μεταχειρίσθηκε γλῶσσα ἀπρεπή καί σκληρή πρός τόν Ἅγιο. Τόν ἔβρισε, γιατί ἀκολουθοῦσε τόν Χριστό καί διέγειρε τά πλήθη στήν πίστη πρός Αὐτόν. Τήν ἴδια στιγμή ἀπείλησε τόν Ἅγιο ὅτι θά τόν τιμωρήσει ἀδυσώπητα, ἂν δέν προσκυνήσει τά εἴδωλα. Ὁ Παφνούτιος ἀπολογήθηκε σύντομα γιά τήν πίστη του καί δήλωσε ὅτι δέν ὑπάρχει γι’ αὐτόν ἀνώτερη εὐχαρίστηση ἀπό τό νά βασανισθεῖ καί νά χύσει τό αἷμα του ὑπέρ τοῦ Λυτρωτοῦ του.
Ὅσιος Συμεὼν ἡγούμενος τῆς μονῆς Φιλοθέου Ἁγίου Ὄρους (19 Απριλίου)
Ὅσιος Συμεών, ὁ καί «ἀνυπόδητος καί μονοχίτων» ἀποκαλούμενος, γεννήθηκε περί τό ἔτος 1500 στό χωριό Βαθύρρεμα Λαρίσης, τοῦ ὁποίου σήμερα σώζονται ἐλάχιστα ἐρείπια.
Καταγόταν ἀπό εὐσεβή οἰκογένεια, ὁ δέ πατέρας του Ἀνδρέας, πού ἦταν ἱερέας, φρόντισε γιά τήν κατά Χριστόν ἀγωγή τοῦ Συμεών καί τή μόρφωσή του. Σέ ἡλικία δεκαπέντε ἐτῶν ὁ Συμεών ἐγκατέλειψε τήν οἰκία του κινούμενος ἀπό ἔνθεο ζῆλο καί ἀγάπη γιά τόν μοναχικό βίο. Ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπό τήν γενέτειρά του, μετέβη στόν Ἐπίσκοπο Δημητριάδος Παχώμιο, ἱεράρχη ἐνάρετο, στήν ἐπαρχία τοῦ ὁποίου ὑπαγόταν τότε τό Βαθύρρεμα. Ἐκεῖνος τόν ἔκειρε μοναχό καί τόν χειροτόνησε διάκονο. Ἔπειτα ὁ Συμεών μετέβη στή μονή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου – Ἁγίου Δημητρίου Οἰκονομείου ἢ Κομνηνείου στόν Κίσσαβο, ὅπου κατά τό Συναξάριο, περνοῦσε τόν βίο του μέ σκληραγωγία, νηστεία πολλή, ἀγρυπνία ἄμετρη, ὁλονύκτια στάση, μή ἔχοντας ὑποδήματα καί φορώντας μόνο ἕνα ἱμάτιο παλαιό καί σκισμένο. Γι’ αὐτό καί ὀνομάσθηκε «ἀνυπόδητος καί μονοχίτων».
Ἀφοῦ γιά μεγαλύτερη ἄσκηση, ἀναχώρησε ἀπό τή μονή αὐτή, μετέβη στή μονή Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Ἀπό τή μονή τῆς Μεγίστης Λαύρας ἐγκαταστάθηκε ἔπειτα στή μονή Φιλοθέου, τῆς ὁποία διετέλεσε ἡγούμενος μέ παράκληση τῶν ἀδελφῶν αὐτῆς.
Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες (19 Απριλίου)
Ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος καταγόταν ἀπό τήν Πέργη τῆς Παμφυλίας καί μαρτύρησε ἐπί αὐτοκράτορος Ἀντωνίνου (138 – 161 μ.Χ.). Ἔχοντας ζῆλο γιά τήν πατρώα εὐσέβεια κατέστρεφε εἴδωλα καί ναούς εἰδωλικούς. Συνελήφθη ὅμως καί ὑπέστη γι’ αὐτό φρικώδη βασανιστήρια. Τόν ἔβαλαν ἐπάνω σέ πυρακτωμένες σχάρες καί στή συνέχεια τοῦ ἔδεσαν τά πόδια σέ ἄλογα πού τόν ἔσυραν μέχρι θανάτου. Ἀκολούθως τόν ἔριξαν σέ καμίνι φωτιᾶς μέ τούς στρατιῶτες Σωκράτη καί Διονύσιο καί τόν ἱερέα τῶν εἰδώλων Διόσκορο, πού βλέποντας τά μαρτύρια τοῦ Ἁγίου, πίστεψαν στόν Χριστό. Ἔπειτα, ἀφοῦ πρῶτα τόν φυλάκισαν, τόν σταύρωσαν καί τόν πλήγωσαν μέ βέλη γιά τρεῖς συνεχεῖς ἡμέρες. Ἔτσι μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Θεόδωρος καί ἔλαβε τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου καί τῆς δόξας.
Ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, Φιλίππα, μετά τόν σταυρικό θάνατο τοῦ υἱοῦ της, ὁμολόγησε τόν Χριστό ὡς Θεό ἀληθινό καί μαρτύρησε διά ξίφους. Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Διόσκορος μαρτύρησε διά τοῦ πυρός καί οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Σωκράτης καί Διονύσιος μαρτύρησαν ἀπό χτυπήματα με λόγχη μέσα σέ κάμινο.
Ἅγιος Γεώργιος ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Πισιδίας (19 Απριλίου)
Ἅγιος Γεώργιος ἔζησε κατά τούς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας καί ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Πισιδίας. Προσκληθεῖς μαζί μέ ἄλλους Ἐπισκόπους στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐπρόκειτο νά ἐπιβληθεῖ ἡ κατάργηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, στήν Σύνοδο τοῦ 754 μ.Χ., ἀντιστάθηκε σθεναρά στά ἐντάλματα τῶν κρατούντων εἰκονομάχων καί στήν ἀσέβειά τους. Γιά τόν λόγο αὐτό ἐξορίσθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε’ τόν Κοπρώνυμο (741 – 775 μ.Χ.) καί εὑρισκόμενος στήν ἐξορία κοιμήθηκε. Γιά τούς ἀγῶνες του ὑπέρ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ὀνομάσθηκε Ὁμολογητής.
Ἅγιος Τρύφωνας Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (19 Απριλίου)
Ἅγιος Τρύφων ἦταν εὐλαβής καί ἐνάρετος μοναχός σέ κάποια μονή τοῦ θέματος τοῦ Ὀψικίου καί ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στίς 14 Δεκεμβρίου τοῦ 928 μ.Χ., σέ διαδοχή τοῦ Πατριάρχου Στεφάνου Β’, ὑπό τό ὅρο νά ἀποχωρήσει ἀπό τόν θρόνο μετά τήν ἐνηλικίωση τοῦ υἱοῦ τοῦ Ρωμανοῦ, Θεοφυλάκτου. Ἀλλά ἐπειδή ἀρνιόταν νά παραιτηθεῖ, ἐξαναγκάσθηκε μέ πονηρό τέχνασμα τοῦ Καισαρείας Θεοφάνους νά ὑπογράψει τήν παραίτησή του ἀπό τόν πατριαρχικό θρόνο, τόν Αὔγουστο τοῦ ἔτους 931 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Τρύφων ἀποσύρθηκε σέ μονή, ὅπου ἔζησε ὁσιακά καί κοιμήθηκε μέ εἰρήνη. Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στή Μεγάλη Ἐκκλησία.