Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου Ἀρχιεπ. Κων/πόλεως (27 Ιανουαρίου)
ἱερός Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐπειδή δέν ἔκανε διακρίσεις ἀνάμεσα στά πρόσωπα στήν ἀπόδοση τοῦ δικαίου καί ἔλεγχε καί τήν ἴδια τήν βασίλισσα Εὐδοξία γιά τίς παρανομίες καί τίς ἀδικίες της, ἐξορίσθηκε δύο φορές, ἀλλά καί πάλι ἀνακλήθηκε ἀπό τήν ἐξορία. Ἐξορίστηκε ὅμως καί πάλι γιά τρίτη φορά.
Ἡ ἔκπτωση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἀπό τόν Πατριαρχικό θρόνο προκάλεσε σχίσμα μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὀπαδοί του, πού καλοῦνταν «Ἰωαννίτες», δέν ἀναγνώριζαν τόν διάδοχό του, παρά τίς ἐπίμονες συστάσεις νά ὑπακούσουν στούς νέους ἐκκλησιαστικούς ἄρχοντες καί νά διαφυλάξουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὁδηγήθηκε στήν Κουκουσό καί ἀπό ἐκεῖ στήν Ἀραβισσό καί ἔπειτα, στίς 10 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 404 μ.Χ., στήν Πιτιούντα τοῦ Πόντου. Ἡ πορεία του μέχρι ἐκεῖ, ἦταν ὄχι μόνο περιπετειώδης, ἀλλά κυριολεκτικά μαρτυρική, γεμάτη ἀπό κακουχίες καί δεινοπαθήματα.
Ἐκεῖ λοιπόν, στήν Πιτιούντα, ὁ ἔνσαρκος Ἄγγελος κλήθηκε ἀπό τόν πάντων Δεσπότη στίς αἰώνιες σκηνές, τό ἔτος 407 μ.Χ., ἐνῶ τό ἅγιο σκήνωμά του ἐνταφιάσθηκε στά Κόμανα τοῦ Πόντου μαζί μέ τά ἅγια λείψανα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Βασιλίσκου καί Λουκιανοῦ, καθώς εἶχε ἀποκαλυφθεῖ σέ αὐτόν ἀπό αὐτούς τούς ἴδιους διά νυκτερινῆς ὀπτασίας, ὅταν ἀκόμη ζοῦσε.
Τό σχίσμα τῶν «Ἰωαννιτῶν» ἀποκαταστάθηκε μέ τήν ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου στήν Κωνσταντινούπολη, τό ἔτος 438 μ.Χ., ἐπί Πατριάρχου Πρόκλου. Ἡ μεταφορά τῶν ἱερῶν λειψάνων ἀπό τά Κόμανα συνοδεύτηκε ἀπό μία ἐπιστολή – διαταγή τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β’, υἱοῦ τοῦ Ἀρκαδίου καί τῆς Εὐδοξίας, ἡ ὁποία ἔγραφε:
«Ἐπιστολή Βασιλέως Θεοδοσίου πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχην, Διδάσκαλο καί Πνευματικό Πατέρα Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο.
Ἐπειδή, Πάτερ τίμιε, θεωρήσαμε τό σῶμα σου νεκρό, ὅπως συμβαίνει μέ τά ἄλλα, θελήσαμε ἁπλῶς νά τό πάρουμε καί νά τό μεταφέρουμε πρός ἐμᾶς. Γι’ αὐτό καί δικαίως ἀστοχήσαμε στόν πόθο μας.
Ἀλλά σύ τουλάχιστον, Πάτερ τιμιότατε, πού δίδαξες σέ ὅλους τήν μετάνοια, συγχώρησέ μας πού σέ παρακαλοῦμε καί σάν παιδιά πού ἀγαπᾶμε τούς πατέρες μας ἐπίδωσέ μας τόν ἑαυτό σου καί εὔφρανε μέ τήν παρουσία σου αὐτούς πού σέ ποθοῦν».
Αὐτή τήν ἐπιστολή τοῦ αὐτοκράτορα τήν πῆγαν στόν Ἅγιο καί τήν τοποθέτησαν πάνω στήν λάρνακά του. Τότε ὁ Ἅγιος ἔδωσε τόν ἑαυτό του στούς ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορα καί ἔτσι αὐτοί μετέφεραν τήν λάρνακα πού περιεῖχε τό ἅγιο λείψανο στήν Κωνσταντινούπολη, χωρίς νά κοπιάσουν καθόλου. Ἡ ὑποδοχή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου ὑπῆρξε παλλαϊκή. Σύσσωμος λαός, κλῆρος καί μοναχοί, μέ ἐπικεφαλῆς τόν αὐτοκράτορα, τούς αὐλικούς, τή σύγκλητο καί ὅλους τους ἄρχοντες, ὑποδέχθηκαν καί προσκύνησαν μέ σεβασμό τά λείψανά του. Μέ πολύ εὐλάβεια μετέφεραν ἀρχικά τή λάρνακα στό Ναό τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ, στά Ἀμαντίου, ἔπειτα δέ στό Ναό τῆς Ἁγίας Εἰρήνης. Ἐκεῖ ἔβαλαν τό ἅγιο λείψανο πάνω στό σύνθρονο καί ἅπαντες ἐβόησαν: «Ἀπόλαβε τόν θρόνο σου, Ἅγιε». Στή συνέχεια ἡ λάρνακα τοποθετήθηκε σέ αὐτοκρατορική ἅμαξα καί μεταφέρθηκε στό περιώνυμο Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἐκεῖ ἔβαλαν τό ἅγιο λείψανο πάνω στήν ἱερή καθέδρα καί ἔγινε τό θαῦμα: ὁ Ἅγιος ἐπεφώνησε πρός τόν λαό τό «Εἰρήνη πᾶσι». Ἔπειτα τό ἐναπέθεσαν μέσα στό Ἅγιο Βῆμα, κάτω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἐτελεῖτο στό πάνσεπτο Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἱερά λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀφιέρωσε διά χρυσοβούλλου στή Μονή Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Τσιμισκής (969 – 976 μ.Χ.) καί τεμάχιο τῆς ἀριστερᾶς χειρός ὁ Ἀνδρόνικος ὁ Παλαιολόγος (1282 – 1328), διά χρυσοβούλλου, τόν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 1284, στή Μονή Φιλοθέου τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ἐπίσης, τμήματα τοῦ ἱεροῦ λειψάνου φυλάσσονται στίς Μονές Βατοπαιδίου, Ἰβήρων, Ἁγίου Διονυσίου καί Δοχειαρίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ἡ τοῦ στόματός σου καθάπερ πυρσός, ἐκλάμψασα χάρις τήν οἰκουμένην ἐφώτισεν, ἀφιλαργυρίας τῷ κόσμῳ θησαυρούς ἐναπέθετο, τό ὕψος ἡμῖν τῆς ταπεινοφροσύνης ὑπέδειξεν. Ἀλλά σοῖς λόγοις παιδεύων, Πάτερ, Ἰωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε τῷ Λόγῳ Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Ἔτερον Ἀπολυτίκιον τῆς ἀνακομιδής. Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὡς πλοῦτον οὐράνιον, ἐκ τῶν Κομάνων ποτέ, τήν θήκην μετήγαγον, τοῦ σοῦ λειψάνου σοφέ, πρός πόλιν βασίλειον· ταύτης οὖν ἐκτελοῦντες, τήν ἀνάμνησιν πόθῳ, μέλπομεν Ἱεράρχα, τήν δοθεῖσάν σοι χάριν, δι’ ἧς ἡμᾶς ῥυθμίζεις, Ἰωάννη Χρυσόστομε.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορός Ἀγγελικός.
Εὐφράνθη μυστικῶς, ἡ σεπτή Ἐκκλησία, τῇ ἀνακομιδῇ, τοῦ σεπτοῦ σου λειψάνου, καί τοῦτο κατακρύψασα, ὡς χρυσίον πολύτιμον, τοῖς ὑμνοῦσί σε, ἀδιαλείπτως παρέχει, ταῖς πρεσβείαις σου, τῶν ἰαμάτων τήν χάριν, Ἰωάννη Χρυσόστομε.
Μεγαλυνάριον.
Ἤκεν ἐκ Κομάνων λαμπροφανῶς, τό σεπτόν σου σκῆνος, ὡς ἑστία ἁγιασμοῦ, τέρπον καί πλουτίζον, χαρίτων χρυσουργίᾳ, τήν Ἐκκλησίαν πᾶσαν, Πάτερ Χρυσόστομε.
Ἅγιος Δημητριανὸς ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Ταμασσοῦ Κύπρου (27 Ιανουαρίου)
έ γοργά βήματα ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ χάρη στόν φλογερό ζῆλο τῶν πρώτων χριστιανῶν προχώρησε μέ ἐνθουσιασμό στήν πόλη τῆς Ταμασσοῦ τῆς Κύπρου. Πολλοί οἱ ἅγιοι πού παρουσιάσθηκαν σ’ αὐτή. Ἕνας τέτοιος ἅγιος εἶναι κι ὁ Δημητριανός. Πότε ἀκριβῶς γεννήθηκε δέν γνωρίζουμε. Ὁ πανδαμάτορας χρόνος ἔσβησε ἀπό τῆς μνήμης τό βιβλίο τή σχετική χρονολογία. Αὐτό πού συμπεραίνουμε ἀπό τήν ὅλη ζωή του εἶναι τοῦτο: Γνώρισε τόν Χριστό, ὅπως λέγει καί ὁ ὑμνογράφος του, ἀπό τή βρεφική του ἡλικία. «Ἐκ βρέφους ἐγένου τοῦ Κυρίου ἐραστής». Γνώρισε τόν Χριστό καί τόν ἀγάπησε μέ ὅλη τήν ψυχή του. Μπροστά του ἕνα καί μόνο πράγμα βλέπει καί ἕνα ποθεῖ καί θέλει παντοῦ καί πάντοτε. Τοῦ Κυρίου τό θέλημα. Μ’ αὐτό μεγαλώνει. Μ’ αὐτό ζεῖ καί αὐτό προβάλλει τόσο μέ τά λόγια του, ὅσο καί τό παράδειγμά του.
Κάποτε πού εἶχε ἀρρωστήσει ὁ πνευματικός πατέρας τῆς κοινότητας ὁ ἱερέας, ὁ τότε ἐπίσκοπος τοῦ ὁποίου ὁ Δημητριανός ἦταν σέ ὅλα τό δεξί του χέρι, τόν κάλεσε καί κατά παράκληση τῶν πιστῶν Χριστιανῶν τόν χειροτόνησε πρεσβύτερο. Οἱ ἁγνές ψυχές πανηγυρίζουν. Γιατί ὁ Δημητριανός μέ ζῆλο φλογερό ἐργαζόταν πάντοτε γιά τήν πνευματική πρόοδο τοῦ λαοῦ. Στό πρόσωπό του βρῆκαν οἱ πιστοί τόν πνευματικό πατέρα καί καθοδηγητή, τά ὀρφανά τόν προστάτη, οἱ ἄρρωστοι τόν στοργικό ἀδελφό καί «οἱ ἐν θλίψεσι τήν παρηγορίαν». Καί ὅταν μετά ἀπό καιρό ὁ τότε ἐπίσκοπος κοιμήθηκε, ὁλόκληρος ὁ λαός καί πάλι κάλεσε καί ἀνέβασε στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς ξακουστῆς πόλεως τόν ἄξιο σέ ὅλα Δημητριανό.
Στήν καινούργια αὔτη θέση ἡ ἁγία του μορφή προβάλλει παντοῦ, ὥστε ὁ ἱερός ὑμνογράφος νά τόν ὑμνεῖ: «Τῆς Ταμασσοῦ βλάστημα, καύχημα τῶν Περάτων, πηγήν τῶν θαυμάτων, ἰαμάτων ταμεῖον ἄσυλον καί τῶν Κυπρίων ἀγλάϊσμα». Ἀλλά καί τοῦ λαοῦ ἡ παράδοση καί ὁ σεβασμός μένει ὡς σήμερα πολύ ὑψηλά. Αὐτό μαρτυρεῖ α) ἡ εὐρυχωρία τοῦ Ναοῦ πού ἡ εὐσέβεια τῶν παλαιοτέρων κατοίκων τῶν Περάτων ἀφιέρωσε στ’ ὄνομά του σέ μιά μαγευτική θέση καί τοῦ ὁποίου τά ἐρείπια προβάλλουν ἐπιβλητικά μέχρι σήμερα. Καί β) ἡ χειρόγραφος φυλλάδα πού περιέχει τήν ἀκολουθία του καί στήν ὁποία ἀναγράφεται καί ἡ μέρα τῆς μνήμης του, 27 Ἰανουαρίου.
Ἅγιος Δημήτριος ὁ Νεομάρτυρας (27 Ιανουαρίου)
Ἅγιος Νεομάρτυς Δημήτριος, πού διακρινόταν γιά τό κάλλος τοῦ προσώπου του καί τό ἦθος τῆς καρδιᾶς του, ἐργαζόταν στό Γαλατᾶ Κωνσταντινουπόλεως σέ κάποιο οἰνοπωλεῖο πού ἀνῆκε στόν Χριστιανό Χατζῆ Παναγιώτη.
Κάποιοι ἀπό τούς θαμῶνες τοῦ οἰνοπωλείου, Μωαμεθανοί ἀπό τόν Πόντο, προσπάθησαν νά προσηλυτίσουν τόν Δημήτριο. Μιά μέρα πού αὐτοί μέθυσαν, ἐκδιώχθηκαν ἀπό τό οἰνοπωλεῖο ἀπό τόν ἰδιοκτήτη καί τόν Δημήτριο. Ἡ βίαιη αὐτή ἐκδίωξη ἐξόργησε τούς Μωαμεθανούς πού ἀποφάσισαν νά ἐκδικηθοῦν τόν Δημήτριο. Τόν κατήγγειλαν ψευδῶς ὡς δράστη τοῦ τραυματισμοῦ τοῦ Μωαμεθανοῦ συντρόφου τους τήν ἡμέρα πού μέθυσαν. Προσαχθεῖς ὁ Δημήτριος ἐνώπιον τοῦ βεζύρη δέν κατάφερε νά ἀποδείξει τήν ἀθωότητά του. Ἔτσι τέθηκε σέ αὐτόν τό δίλλημα τῆς τουρκικῆς μισαλλοδοξίας, δηλαδή νά διαλέξει μεταξύ ἐξισλαμισμοῦ καί θανάτου. Ὁ Μάρτυς δέν ἀρνήθηκε τόν Χριστό, παρά τούς ἐκφοβισμούς, τίς ὑποσχέσεις καί τούς δελεασμούς.
Μαρτύρησε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1784 καί ἐτελειώθη διά ξίφους.